Ζητήματα αυτοδίκαιης και δικαστικής αναστολής με αφορμή την απόφαση του Α.Δ.Σ. περί τερματισμού των υπηρεσιών δικαστή

Του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Με αφορμή την δικαστική επικαιρότητα της παύσης δικαστικού λειτουργού από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, της υποβολής ένστασης εκ μέρους της και καταχώρησης ενδιάμεσης αίτησης αναστολής της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της ένστασης από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ακολουθούν μερικές γενικές αλλά και ειδικότερες για την συγκεκριμένη περίπτωση σκέψεις.

Η Διάκριση Αυτοδίκαιης και Δικαστικής Αναστολής

Η προσωρινή δικαστική προστασία αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα του κράτους δικαίου, διασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας έναντι διοικητικών πράξεων. Ο πρωταρχικός της σκοπός είναι η αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης στους διοικούμενους ή η διατήρηση της υφιστάμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης ενόψει της εκδίκασης του κύριου ενδίκου βοηθήματος.[1]

Μέσω αυτής της προστασίας, επιδιώκεται η προσωρινή ματαίωση των αποτελεσμάτων της δήλωσης βούλησης του διοικητικού οργάνου, των οποίων η άρση εκ των υστέρων θα ήταν αδύνατη ή δυσχερής.

Η αναστολή εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης αποσκοπεί στην απενεργοποίησή της για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η απόφαση περί αναστολής. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αναστολή δεν μπορεί να αίρει κατάσταση που έχει ήδη δημιουργηθεί, ούτε να δημιουργεί νέα, αλλά περιορίζεται στη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης και στην παρεμπόδιση της μεταβολής της.  

Η αναστολή της διοικητικής πράξης, ως μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, συμπληρώνει πάντοτε ένα κύριο ένδικο βοήθημα, όπως την αίτηση ακύρωσης ή την προσφυγή που έχει υποβληθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.[2] Η γενική αρχή στο διοικητικό δίκαιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, είναι ότι η προθεσμία ή η άσκηση ενός ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης. Αντιθέτως, απαιτείται συνήθως η αυτοτελής άσκηση αίτησης αναστολής στο δικαστήριο.  

Εν προκειμένω έχει σημασία η διάκριση μεταξύ της δικαστικώς χορηγούμενης αναστολής, η οποία απαιτεί ειδική αίτηση και δικαστική κρίση, και της αυτοδίκαιης αναστολής, η οποία προβλέπεται απευθείας από τον νόμο και ενεργοποιείται αυτόματα με την άσκηση του ενδίκου μέσου. Στην τελευταία περίπτωση, η αυτοτελής αίτηση αναστολής στο δικαστήριο δεν απαιτείται, καθώς η αναστολή δίδεται αυτοδικαίως.

Η γενική αρχή που απαιτεί ξεχωριστή αίτηση για αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης εξυπηρετεί μια θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου: Tο τεκμήριο νομιμότητας και άμεσης εκτελεστότητας των διοικητικών πράξεων. Αυτό το τεκμήριο είναι κρίσιμο για τη σταθερότητα της δημόσιας διοίκησης, την τήρηση της δημόσιας τάξης και την αποτελεσματική εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής. Ωστόσο, η ύπαρξη ειδικών, νομοθετικά επιβεβλημένων εξαιρέσεων για την αυτοδίκαιη αναστολή, αποκαλύπτει μια εξίσου κρίσιμη αρχή που λειτουργεί αντισταθμιστικά και δίνει προτεραιότητα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τη διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ιδιαίτερα όταν η πιθανή βλάβη από την άμεση εκτέλεση είναι σοβαρή ή ανεπανόρθωτη.

Επιπλέον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ των διεθνών και υπερεθνικών νομικών υποχρεώσεων και της εξέλιξης του εθνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου. Όπως αναφέρεται, στο πλαίσιο του κυπριακού δικαίου, η εισαγωγή του Άρθρου 11Α [3] του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν.3(Ι)/2021) ήταν μια νομοθετική απάντηση σε καταδίκες της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και ερμηνείες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).[4]  Tο νομοθετικό αυτό παράδειγμα καταδεικνύει ότι οι διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το δίκαιο της ΕΕ ασκούν συγκεκριμένη πίεση στα εθνικά νομικά συστήματα, αναγκάζοντάς τα να προσαρμόσουν τους εγχώριους δικονομικούς κανόνες τους ώστε να πληρούν υψηλότερα πρότυπα αποτελεσματικής προσφυγής και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτή η τάση υποδηλώνει μια ευρύτερη εναρμόνιση του διοικητικού δικονομικού δικαίου εντός της ΕΕ, καθοδηγούμενη από μια δέσμευση στις υπερεθνικές νομικές αρχές, και υποδηλώνει ότι το πεδίο εφαρμογής της αυτοδίκαιης αναστολής θα μπορούσε να επεκταθεί περαιτέρω σε τομείς όπου το διεθνές ή το δίκαιο της ΕΕ επιβάλλει σαφείς, επιτακτικές υποχρεώσεις.

Άρθρο 11Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 3(Ι)/2021)

Το Άρθρο 11Α(1) προβλέπει ότι με την καταχώριση προσφυγής κατά διατάγματος απέλασης, απόφασης επιστροφής ή απόφασης απομάκρυνσης, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, αναστέλλεται αυτομάτως η ισχύς της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης έως την εκδίκαση της προσφυγής από το Διοικητικό Δικαστήριο. Η αυτοδίκαιη αναστολή χορηγείται υπό συγκεκριμένες σωρευτικές προϋποθέσεις.[5]

Η εισαγωγή του Άρθρου 11Α υπήρξε άμεση συνέπεια της καταδίκης της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση M.A. v. Cyprus (2013) για παραβίαση του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα) σε συνδυασμό με τα Άρθρα 2 και 3 (δικαίωμα στη ζωή και απαγόρευση βασανιστηρίων/απάνθρωπης μεταχείρισης). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απουσία αυτοδίκαιης αναστολής σε υποθέσεις απέλασης/απομάκρυνσης, ακόμη και όταν προβάλλονταν ισχυρισμοί περί κινδύνου αντίθετης μεταχείρισης, συνιστούσε παραβίαση. Επιπλέον, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ιδίως στην υπόθεση Abdida (C-562/13, 2014), επέβαλε παρόμοια υποχρέωση στα κράτη μέλη. Όπως προειπώθηκε, αυτό καταδεικνύει πώς οι διεθνείς και ενωσιακές υποχρεώσεις μπορούν να διαμορφώσουν άμεσα το εθνικό δικονομικό δίκαιο.  

Η παραδοσιακή προσέγγιση του διοικητικού δικαίου στην Κύπρο, που αντικατοπτρίζει αυτή της Ελλάδας, βασιζόταν γενικά σε μια διακριτή δικαστική διαδικασία για τη χορήγηση αναστολής, όπου το δικαστήριο αξιολογούσε παράγοντες όπως η ανεπανόρθωτη βλάβη ή η πρόδηλη βασιμότητα.[6] Ωστόσο, η θέσπιση του Άρθρου 11Α αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή. Αυτή δεν είναι απλώς μια "εξαίρεση" στον γενικό κανόνα. Πρόκειται για μια στοχευμένη νομοθετική επιταγή για αυτοδίκαιη αναστολή σε έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα: Τις αποφάσεις στον τομέα της μετανάστευσης που ενδέχεται να παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα.

Αυτή η αλλαγή υποδηλώνει αναγνώριση ότι για ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα (όπως η αρχή της μη επαναπροώθησης, το δικαίωμα στη ζωή και η απαγόρευση των βασανιστηρίων), η πιθανή βλάβη που προκύπτει από την άμεση διοικητική εκτέλεση είναι τόσο σοβαρή, μη αναστρέψιμη και δυνητικά καταστροφική, ώστε η παραδοσιακή διακριτή δικαστική διαδικασία της αίτησης αναστολής θεωρείται ανεπαρκής. Με τη νομοθετική καθιέρωση της αυτοδίκαιης αναστολής, ο νομοθέτης δίνει αναμφίβολα προτεραιότητα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναντι των ρυθμών που κινείται η Διοίκηση, αφαιρώντας έτσι την ανάγκη για ξεχωριστή, χρονοβόρα δικαστική αξιολόγηση της βλάβης, στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας.

Άρθρο 10(5)(ζ) του περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964

Μια ακόμα περίπτωση αυτοδίκαιης αναστολής προβλέπει η διάταξη του Άρθρου 10(5)(ζ) του περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964), που είναι και η επίμαχη στην πρόσφατη περίπτωση της δικαστή, της οποίας ο διορισμός δεν επικυρώθηκε από το Α.Δ.Σ..

Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, κατόπιν υποβολής ένστασης από οποιονδήποτε επηρεαζόμενο, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου υπόκειται σε έλεγχο από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Σε αυτή την περίπτωση, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, ασκώντας ακυρωτικό έλεγχο επί των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Το κρίσιμο σημείο είναι ότι, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται αυτομάτως. Η εν λόγω ένσταση πρέπει να υποβληθεί εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στον επηρεαζόμενο και να περιλαμβάνει γραπτώς τους λόγους υποβολής της.

Το περιεχόμενο της αυτόματης αναστολής της απόφασης του ΑΔΣ

Το πλέον κρίσιμο και προστατευτικό χαρακτηριστικό του Άρθρου 10(5)(ζ) είναι η πρόβλεψη για αυτόματη αναστολή της απόφασης του Α.Δ.Σ. με την υποβολή της ένστασης. Η διάταξη είναι σαφής: "Νοείται ότι, μέχρι της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται". Αυτό σημαίνει ότι η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης του ΑΔΣ δεν εξαρτάται από καμία διακριτική ευχέρεια του ΑΔΣ ή από την υποβολή περαιτέρω αίτησης αναστολής από τον επηρεαζόμενο. Αντιθέτως, επέρχεται αυτοδικαίως, δηλαδή χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε άλλης ενέργειας ή απόφασης, αμέσως μόλις η ένσταση υποβληθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα.  

Ο σκοπός αυτής της αυτόματης αναστολής είναι διττός: Αφενός, η διατήρηση του status quo, δηλαδή της υφιστάμενης κατάστασης, μέχρι την τελική κρίση επί της ουσίας της ένστασης από το Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο. Αφετέρου, και εξίσου σημαντικό, η αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης στον επηρεαζόμενο δικαστικό λειτουργό, η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από την άμεση εκτέλεση μιας απόφασης που ενδέχεται να κριθεί παράνομη ή εσφαλμένη.

Η ρητή πρόβλεψη της "αυτόματης αναστολής" στο Άρθρο 10(5)(ζ) υποδηλώνει μια ισχυρή νομοθετική βούληση για παροχή άμεσης και άνευ όρων προστασίας στους δικαστικούς λειτουργούς που αμφισβητούν αποφάσεις του ΑΔΣ. Σε αντίθεση με το τυπικό διοικητικό δίκαιο, όπου η αναστολή συχνά απαιτεί την απόδειξη ανεπανόρθωτης βλάβης ή πρόδηλης παρανομίας , στην προκειμένη περίπτωση, η αναστολή αποτελεί άμεση νομοθετική συνέπεια της υποβολής της ένστασης. Αυτό αναβαθμίζει τη διαδικαστική διασφάλιση από ένα διακριτό μέτρο σε ένα θεμελιώδες δικαίωμα που συνδέεται άρρηκτα με τη διαδικασία της ένστασης.

Αυτοτελής άσκηση αίτησης αναστολής όταν υπάρχει ήδη αυτόματη εκ του νόμου αναστολή

Το ερώτημα που τέθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις είναι κατά πόσο είναι νομικά παραδεκτή η άσκηση αυτοτελούς αίτησης αναστολής σε περίπτωση που η αναστολή προνοείται εκ του νόμου, ακόμα και όταν το εκδίδον την επίμαχη πράξη ή απόφαση όργανο αρνείται να εκτελέσει την αυτόματη αναστολή.

Όταν η αναστολή μιας απόφασης ή πράξης προβλέπεται απευθείας και δίδεται αυτοδικαίως με την άσκηση ενός ένδικου μέσου, δεν απαιτείται η αυτοτελής άσκηση αίτησης αναστολής στο δικαστήριο. Αυτό αποτελεί μια σαφή εξαίρεση στον γενικό κανόνα, η οποία θεμελιώνεται ρητά σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις σε κάθε δικαιοδοσία. Η ύπαρξη τέτοιων διατάξεων αντανακλά την αναγνώριση της ανάγκης για άμεση και απρόσκοπτη προστασία σε περιπτώσεις όπου η βλάβη από την άμεση εκτέλεση είναι δυνητικά ανεπανόρθωτη ή όπου το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει μια τέτοια προσέγγιση.

Η περίπτωση , όπως η προκείμενη, που ασκείται αυτοτελής αίτηση αναστολής, με αιτητικό την έκδοση διατάγματος «επιβεβαίωσης της αναστολής» εκ του νόμου, μετά την υποβολή ένστασης κατά απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, χρήζει συγκεκριμένης αξιολόγησης υπό το πρίσμα της διάταξης του Άρθρου 10(5)(ζ) του περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964.

Όπως αναλύθηκε, το Άρθρο 10(5)(ζ) προβλέπει ρητά ότι με την υποβολή της ένστασης κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η απόφαση αυτή αναστέλλεται αυτομάτως μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι η αναστολή δεν εξαρτάται από δικαστική κρίση ή διακριτική ευχέρεια, αλλά επέρχεται αυτοδικαίως (by operation of law) μόλις πληρωθούν οι προϋποθέσεις της διάταξης, δηλαδή η εμπρόθεσμη υποβολή της ένστασης με τους προβλεπόμενους λόγους.

Υπό αυτό το πρίσμα, η άσκηση αυτοτελούς αίτησης αναστολής για την «επιβεβαίωση της αναστολής» θα μπορούσε να κριθεί ως νομικά περιττή ή άνευ αντικειμένου. Ο λόγος είναι ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα – η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης – έχει ήδη επέλθει και υφίσταται δυνάμει της νομοθετικής πρόβλεψης. Η προσωρινή δικαστική προστασία, μέσω της αίτησης αναστολής, αποσκοπεί στην αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης ή στη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης όταν η άμεση εκτέλεση της πράξης θα είχε δυσμενείς συνέπειες και δεν υπάρχει αυτοδίκαιη αναστολή.  

Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο νόμος προβλέπει ήδη την αυτόματη αναστολή, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο διάδικος δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει κάτι που ήδη ισχύει. Το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να διατάξει εκ νέου ή να «επιβεβαιώσει» μια αναστολή που έχει ήδη τεθεί σε ισχύ από τον ίδιο τον νόμο ή με άλλα λόγια έχει ενεργοποιηθεί αυτόματα με την έγκυρη και εμπρόθεσμη καταχώρηση της ένστασης.

Πρακτικά ίσως επιδιώκεται ο «εξαναγκασμός» του εκδίδοντος την πράξη/απόφαση οργάνου να «υλοποιήσει» την αυτόματη αναστολή. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τον σκοπό της υποβολής αυτοτελούς αίτησης αναστολής καθώς εν προκειμένω η αναστολή είναι γεγονός που απορρέει απευθείας από τον νόμο.

Ο αντίλογος στα παραπάνω αντλεί επιχειρήματα από το γεγονός ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενώπιων του οποίου ασκήθηκε η ενδιάμεση αίτηση (επιβεβαίωσης) αναστολής, λειτουργώντας ως Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, είναι το πρωταρχικό και κατεξοχήν αρμόδιο όργανο για την εξέταση των ενστάσεων και την επιβολή της αυτόματης αναστολής. Η παράλειψη του ΑΔΣ να εφαρμόσει αυτή την αναστολή συνιστά παράβλεψη νομοθετικής επιταγής, η οποία μπορεί να επιλυθεί μέσω της διαδικασίας της ένστασης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστικού Συμβουλίου.

Αποτελεί ζήτημα κατά πόσο η επιστολή απάντησης που απέστειλε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο στην οποία ουσιαστικά αρνείται να εκτελέσει τις αιτούμενες ενέργειες επανατοποθέτησης της παυθείσας δικαστή στους καταλόγους δικαστών και συναφείς ενέργειες, δηλαδή με απλά λόγια αρνείται την εφαρμογή της αυτόματης αναστολής, φέρει τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης.

Η φύση της άρνησης εφαρμογής αυτόματης αναστολής

Η άρνηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου να εφαρμόσει την αυτοδίκαιη αναστολή, όπως προβλέπεται εκ του νόμου, συνιστά μια διακριτή νομική ενέργεια. Εάν μια νομική διάταξη επιβάλλει ρητά την αυτοδίκαιη αναστολή, η άρνηση του διοικητικού οργάνου να την εφαρμόσει αποτελεί μια συγκεκριμένη, μονομερή δήλωση βούλησης που παράγει άμεσα νομικά αποτελέσματα (τη μη αναστολή της αρχικής απόφασης). Αυτή η άρνηση δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό διαδικαστικό βήμα, αλλά μια τελική πράξη που επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του αιτούντος.

Επιπλέον, η άρνηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας". Η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας συμβαίνει όταν ένα δημόσιο όργανο έχει νομική υποχρέωση να εκδώσει μια εκτελεστή διοικητική πράξη (ή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια) εντός καθορισμένου χρονικού πλαισίου, και αδρανεί. Αν το Συμβούλιο "αρνείται να εφαρμόσει την αυτοδίκαιη αναστολή εκ του νόμου", αυτό υποδηλώνει έντονα την αποτυχία συμμόρφωσης με μια δεσμευτική νομική υποχρέωση.  

Η φράση "αυτοδίκαιη αναστολή εκ του νόμου" είναι καθοριστική. Υποδηλώνει ότι η αναστολή δεν υπόκειται σε διακριτική ευχέρεια, αλλά επιβάλλεται από τη νομοθεσία. Συνεπώς, η άρνηση εφαρμογής της δεν αποτελεί άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά πιθανή παράβαση του νόμου. Αυτό μετατοπίζει το νομικό επιχείρημα από την προσβολή μιας διακριτικής απόφασης στην προσβολή μιας πράξης που αντιβαίνει ευθέως σε μια νομοθετική επιταγή, καθιστώντας την αξίωση ακύρωσης δυνητικά ισχυρότερη. Η άρνηση εφαρμογής μιας νομικά επιβεβλημένης αναστολής, ακόμη και αν δεν είναι μια "θετική" πράξη, είναι μια "αρνητική" πράξη που έχει άμεσα νομικά αποτελέσματα, καθώς διατηρεί την εκτελεστότητα της αρχικής απόφασης, επηρεάζοντας άμεσα τα δικαιώματα του αιτούντος. Εν προκειμένω εμποδίζει την δικαστή να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά της μέχρι την τελική έκβαση της δίκης της ένστασης.

Όπως υπονοήθηκε παραπάνω, θα προκύψει ζήτημα στην περίπτωση που το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίσει τελικά να ακυρώσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση μη εφαρμογής της αυτόματης αναστολής, η δικαστής θα επανέλθει στα δικαστικά της καθήκοντα, από την απόφαση επί της ένστασης και εφεξής, έχοντας στερηθεί την ιδιότητα της και την δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά της από το χρόνο έκδοσης της απόφασης παύσης του Α.Δ.Σ. μέχρι την δικαίωσή της από το Α.Σ.Δ., θα υπάρχει δηλαδή ένα «νεκρό χρονικό διάστημα» στην υπηρεσία της.

Η αποτροπή μιας τέτοιας αντιφατικής κατάστασης προφανώς να ήταν στο μυαλό του νομοθέτη όταν διατύπωνε τον κανόνα της αυτόματης αναστολής ως άμεσο αποτέλεσμα της άσκησης ένστασης του άρθρου 10(5)(ζ) του Νόμου περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) και για το λόγο αυτό η πραγματική εφαρμογή της κρίνεται κρίσιμη στις συγκεκριμένες περιστάσεις.

* Ο Γιώργος Καζολεάς είναι Δικηγόρος (giorgos.kazoleas@gmail.com)

[1] Εισήγηση Βασίλη Φαϊτά «Προσωρινή δικαστική προστασία με το νέο θεσμικό πλαίσιο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθήνας και Επιστημονική Εταιρεία Διοικητικής Δικαιοσύνης / Ημερίδα της 21.3.2013 «Διοικητικά Δικαστήρια 50 έτη μετά – Προκλήσεις – Προοπτικές – Εκσυγχρονισμός στις νέες κοινωνικές συνθήκες», πηγή edd.gr

[2] Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.-Δ.Ν.-Το ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής και η ραδαμάνθυος κρίσις - Σχόλιο στην ΕΑ ΣτΕ 186/2024, πηγή: ddikastes.gr 

[3] «11Α.-(1) Με την καταχώριση προσφυγής κατά διατάγματος απέλασης, απόφασης επιστροφής ή απόφασης απομάκρυνσης, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, αναστέλλεται η ισχύς της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης έως την εκδίκαση της προσφυγής από το Διοικητικό Δικαστήριο…»

[4] Βλ. «Αυτόματη αναστολή της ισχύος προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης: Νέο άρθρο στον περί Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο» link: http://www.cylegalnews.com/2021/02/blog-post_25.html

[5] (α) στην αίτηση ακύρωσης παρατίθεται ισχυρισμός περί της ασυμβατότητας αυτής της πράξης με την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία προβλέπεται σε διεθνή σύμβαση ή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο κυπριακό δίκαιο, ή/και ισχυρισμός περί της παράβασης του Άρθρου 2 ή/και του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή/και του Άρθρου 7 ή/και του Άρθρου 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και του Άρθρου 2 ή/και του Άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και (β) ο αιτητής επιδίδει την αίτηση ακύρωσης στο Υπουργείο Εσωτερικών, στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ή/και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

[6] Διοικητικό Πρωτοδικείο Λειβαδιάς, 3μελές, σε συμβούλιο, αρ.απόφασης 16/2021, πηγή: nomoteleia.gr

Σχόλια

Top Legal Stories

Εφετείο Κύπρου: Η παραμονή μετά τον τερματισμό μίσθωσης συνιστά ποινικό αδίκημα – Νομικός σχολιασμός της πρόσφατης απόφασης

Πλήρωση δύο (2) κενών θέσεων Νομικού Λειτουργού στο Δήμο Λευκωσίας

Το πρόστιμο σε δικηγόρο για περιφρόνηση του δικαστηρίου παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία της έκφρασης)

Μίσθωση Ακινήτου από Υπό Σύσταση Εταιρεία: Το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθαρίζει τα όρια του Άρθρου 15Α Κεφ.113

Οι περικοπές μισθών και συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων στην Κύπρο ήταν νόμιμες σύμφωνα με το ΕΔΔΑ