Γράφει η Ειρήνη Μιχαήλ, Δικηγόρος
Ανέκαθεν, ένα από τα αμέτρητα προβλήματα
που είχε να αντιμετωπίσει η κοινωνία ήταν αυτό της ηθικής παρεκτροπής των
ανηλίκων. Σήμερα, παρατηρείται ότι όλο και περισσότεροι νέοι επιδεικνύουν παραβατική
συμπεριφορά, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις τους οδηγεί σε διάπραξη ποινικά
κολάσιμων πράξεων. Βεβαίως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι
ένας ανήλικος δεν είναι σε θέση να έχει πλήρη αυτοέλεγχο, δύναται να παρασυρθεί
πιο εύκολα και να ενδώσει σε ποικίλους ‘’πειρασμούς’’.
Ενδεχομένως, ο νομοθέτης να είχε αυτά στο
μυαλό του όταν όρισε στον Ποινικό Κώδικα ότι οι ανήλικοι κάτω των 14 ετών είναι
ποινικά ανεύθυνοι. Διερωτάται λοιπόν κανείς, αν η προκείμενη διάταξη συνάδει με
τα σημερινά κοινωνικά δρώμενα καθότι πλέον τα παιδια από μικρή ηλικία είναι σε
θέση να αντιληφθούν το σωστό από το λάθος και αρχίζουν καλλιεργούνται
πνευματικά και να αποκτούν ηθική συνείδηση. Συγκεκριμένα, από την ηλικία των
6-7 ετών, μπορούν να αντιληφθούν το λάθος και σωστό της πράξης τους, ανεξάρτητα
από το γεγονός ότι μπορεί να μην έχουν πλήρη σαφώς, αυτοέλεγχο (raisingchildren.net.au,
2017).
Το ερώτημα όμως που προκύπτει και πάλι,
είναι το εξής: ‘’Ακόμη κι αν μπορούσε σε ένα 12 χρόνο να καταλογιστεί μια πράξη
ποινικά κολάσιμη, τι μέτρα θα μπορούσαν να επιβληθούν;’’. Είναι γεγονός ότι στις περιπτώσεις που το
Δικαστήριο έρχεται αντιμέτωπο με ανήλικους παραβάτες, η επιβολή ποινής φυλάκισης
αποτελεί το έσχατο μέτρο. Αυτό άλλωστε, ενστερνίζεται και η πρώην Δικαστής κ.
Παπαδοπούλου, η οποία χαρακτηριστικά αναφέρει σε άρθρο της με τίτλο Ανήλικοι:
Ποινή Φυλάκισης και Αποτελεσματικότητα (1991), ότι ‘’η επιβολή φυλάκισης νεαρών
προσώπων, στα χέρια του δικαστή, θα πρέπει να αποτελεί την τελευταία γραμμή
άμυνας για προστασία της έννομης τάξης’’. Εξάλλου, όπως θα συμφωνήσουν οι
περισσότεροι, η φυλακή δεν εξυπηρετεί τον σωφρονισμό, αφού κι αν ρωτήσεις
σεσημασμένους εγκληματίες για το τι είναι η φυλακή, σε απάντηση θα λάβεις ότι
πρόκειται για ένα σχολείο εγκλήματος. Εν προκειμένω, πολλοί είναι οι νέοι, που
βγαίνοντας από την φυλακή, υποπίπτουν σε νέα παραπτώματα.
Ο νομοθέτης λοιπόν, θέλοντας να προχωρήσει
ένα βήμα παρακάτω, θέσπισε τον περί Ανηλίκων Παραβατών Νόμο, Κεφ. 157, το οποίο
δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιβάλλει εναλλακτικές ποινές στον ανήλικο
αδικοπραγούντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο δύναται να: ‘’απορρίψει την
κατηγορία, να υποβάλλει τον παραβάτη υπό
την εποπτεία κηδεμονικού λειτουργού, να θέσει τον παραβάτη υπό την φροντίδα
ενός συγγενή ή άλλου κατάλληλου προσώπου, να επιβάλει την καταβολή προστίμου,
ζημιών ή εξόδων για τα οποία υπάρχει ευθύνη του παραβάτη ή να επιβάλλει ποινή
φυλάκισης’’. Παράλληλα, θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσουμε και την δυνατότητα
του Δικαστηρίου για επιβολή κοινωφελούς εργασίας στον ανήλικο παραβάτη ως
εναλλακτική ποινή. Εν τούτοις, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η επιβολή
τέτοιας εναλλακτικής ποινής εξυπηρετεί τον σκοπό που επιδιώκεται, ήτοι δεν οδηγεί
σε σωφρονισμό και αυτό γιατί δεν βοηθά τον νεαρό αδικοπραγούντα να κατανοήσει
το μέγεθος και τις επιπτώσεις τις πράξεις του.
Επιχειρώντας μια πιο διεισδυτική ματιά στο
θέμα, μπορεί κανείς υποστηρίξει ότι οι αναμορφωτικές σχολές και ιδρύματα, θα
μπορούσαν να φέρουν θετικά αποτελέσματα σε ότι αφορά τον σωφρονισμό ανήλικων
παραβατών. Αυτό γιατί από την μια υπάρχει στέρηση ελευθερίας και έτσι ο
ανήλικος μπορεί να αντιληφθεί το κακό της πράξης του ενώ από την άλλη δίνεται η
δυνατότητα και ευκαιρία μέσω μαθημάτων και συζητήσεων με ψυχολόγους και
συνομήλικους του , να σωφρονιστεί και να όχι μόνον να μπορεί αλλά και να θέλει
να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Ωστόσο, για να επιτύχει κάτι τέτοιο, θα
πρέπει να εργοδοτηθούν άτομα που κατέχουν εξειδικευμένες γνώσεις έτσι ώστε να
είναι σε θέση να χειριστούν και να μπορούν να εφαρμόσουν παρεμβατική μέθοδο σε
ότι αφορά την ορθή ανάπτυξη και συμπεριφορά του ανήλικου.
Περαιτέρω, ας
αναφερθεί και η εφαρμογή διαφόρων προγραμμάτων τα οποία θα βοηθήσουν στην
ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης των ανηλίκων παραβατών. Κάτι τέτοιο, μπορεί για
παράδειγμα να είναι ένα πρόγραμμα το οποίο θα προσπαθήσει να φέρει κοντά θύτη
και θύμα, έτσι ώστε να συμφιλιωθούν, στον βαθμό, σαφώς, που κάτι τέτοιο είναι
δυνατόν. Με αυτό τον τρόπο το θύμα θα μπορέσει να ξεπεράσει τους φόβους και
τυχόν τραύματα που μπορεί να έχει και από την άλλη ο θύτης, ήτοι ο ανήλικος, θα
μπορέσει, συνομιλώντας με το θύμα, να αντιληφθεί αλλά και να κατανοήσει το
μέγεθος των επιπτώσεων που μπορεί να έχει σε έναν άνθρωπο η πράξη του.
Κλείνοντας, είναι αδήριτη ανάγκη να
αναφερθεί ότι τα δικαστήρια ουσιαστικά αντανακλούν την ίδια την κοινωνία. Έτσι,
το πώς αντιμετωπίζουν τους νεαρούς παραβάτες δείχνει και πως η ίδια η κοινωνία αντικρίζει
αυτούς. Όταν το ίδιο το δικαστήριο, ενθαρρύνει τους ανήλικους στο να ξαναβρούν
το δρόμο τους, ουσιαστικά οι ανήλικοι νιώθουν ότι η ίδια η κοινωνία τους
παρέχει μια δεύτερη ευκαιρία και επενδύει πάνω στην δική τους αλλαγή, κάτι το
οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό αν θα θέλαμε να μιλάμε για μια δίκαιη και ηθικά
δομημένη κοινωνία.
Σχόλια