Απόρριψη αιτήματος εξέτασης μάρτυρα με εικονοτηλεδιάσκεψη βάσει του άρθρου 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου

Στο ζήτημα της εξέτασης μάρτυρα μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης βάσει του άρθρου 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9, αναφέρεται ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 29.5.2019.
Ειδικότερα με αίτηση ζητήθηκε η διεξαγωγή της αντεξέτασης του μάρτυρα υπεράσπισης της Εναγόμενης/Αιτήτριας, … από τη Δανία με εικονοτηλεδιάσκεψη.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «η αίτηση καταγράφει ως νομική βάση τα άρθρα 26 και 36Α του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, Θ.1, 2, 8 και 9, Δ.64, το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και τα όσα έχουν νομολογηθεί στις ακόλουθες αλλά χωρίς περιορισμό αυθεντίες: (1) Rowland and Another ν. Bock and Another (2002) 4 All E.R. 370, (2) Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, 143, (3) Ιωάννου ν. Κράνου και Άλλων (2000) 1(A) Α.Α.Δ. 7, 10, (4) Hermes Insurance Ltd και Άλλου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 406, 409, (5) Regina (D) ν. Camberwell Green Youth Court and Another (2005) 1 WLR 393, 399 (HL) ως και επί των συμφυών εξουσιών, διακριτικής ευχέρειας και πρακτικής του Δικαστηρίου».
Το άρθρο 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9, προνοεί τα εξής:
36Α.(1) Σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται, εάν κρίνει αυτό προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης, να επιτρέψει σε μάρτυρα που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας να δώσει τη μαρτυρία του μέσω  εικονοτηλεδιάσκεψης.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "εικονοτηλεδιάσκεψη" σημαίνει τη χρησιμοποίηση τεχνολογίας μετάδοσης εικόνας και ήχου ή άλλη διευθέτηση με την οποία μάρτυρας, παρόλο που απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου, δύναται να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου και αντίστροφα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου να βλέπουν και να ακούν τον μάρτυρα:
Νοείται  ότι,  για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, "πρόσωπα που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου" θεωρούνται το Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος, οι δικηγόροι των μερών, ο διερμηνέας ή άλλα πρόσωπα που ορίστηκαν να βοηθούν το μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο.
(3) Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όποιους όρους κρίνει αναγκαίους για τη λήψη μαρτυρίας με εικονοτηλεδιάσκεψη και οι οποίοι δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία με διμερείς ή διεθνείς συμβάσεις που διέπουν το ζήτημα.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «η έγκριση παρόμοιας φύσης αιτήματος εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ασφαλώς η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται Δικαστικά με γνώμονα την εξυπηρέτηση των σκοπών της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.
Ως προς την έννοια του συμφέροντος της δικαιοσύνης καθοδηγητική είναι απόφαση Χόππης ν. Παναγή (1993) 3 Α.Α.Δ. 140, όπου κρίθηκαν τα ακόλουθα:

"Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης".
Ως προς το τι συνυπολογίζεται για τη στάθμιση των συμφερόντων της δικαιοσύνης καθοδηγητική είναι η απόφαση Κολλάτου Σταυρινή ν. Κυριάκου Παναγιώτου (2003) 1 ΑΑΔ 895, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

"Στην αποτίμηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης, προέχει η διασφάλιση δικαίας δίκης, η οποία συναρτάται τόσο με το δικαίωμα εκατέρου των διαδίκων να ακουστεί στην υπόθεσή του, όσο και με τη διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο". 
Από τις πιο πάνω αυθεντίες προκύπτει ότι αναπόσπαστο στοιχείο της έννοιας της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης είναι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Έκφανση του δικαιώματος δίκαιης δίκης είναι η αρχή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διασφαλίζει ότι κάθε διάδικος θα πρέπει να έχει δίκαιη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του. Παράλληλα θα πρέπει να διασφαλίζεται και το δικαίωμα για διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. 
Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που ουσιαστικά επιζητείται είναι να χορηγηθεί άδεια στον ΜΥ1 να συνεχίσει την αντεξέτασή του μέσω τηλεδιάσκεψης. Είναι, επίσης, σαφές ότι στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει δεχθεί η ευπαίδευτος συνήγορος της Εναγόμενης, υφίσταται άρνηση από πλευράς του ΜΥ1 να παραστεί στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως και με τη φυσική του παρουσία, ώστε να ολοκληρωθεί η  αντεξέτασή του. 
Τονίζεται ότι αποτελεί καλά θεμελιωμένη αρχή ότι κάθε μάρτυρας, ο οποίος δεν εμπίπτει σε κάποια σχετική εξαίρεση, είναι υποχρεωμένος να παραστεί, για να αντεξεταστεί. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα Cross & Trapper on Evidence 12η έκδοση σελ 316.
Τονίζεται ότι στην παρούσα ήδη ο μάρτυρας παρέστη στο Δικαστήριο και έδωσε την κυρίως εξέτασή του. Στην παρούσα δεν εγείρεται ευθέως άρνηση του ΜΥ1 να προσφέρει τον εαυτό του για αντεξέταση, αλλά επιζητείται όπως αυτή γίνει με εναλλακτικό μέσο, ήτοι τηλεδιάσκεψη.
Ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, σε πολιτικές διαδικασίες, διαφωτιστικά είναι τα όσα καταγράφονται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence 19th Ed. Chapter 11 ‑ Rules of Evidence Relating to the Course of a Trial: General ‑ Evidence by video link and other means, section 1, civil cases, παράγραφοι 11‑12 :
«The court may allow a witness to give evidence through a video link or by other means. The does not define or limit "other means", but presumably it refers to other forms of communications technology.
The norm is still for witnesses to give evidence in person; a party seeking to depart from the norm is seeking an indulgence from the court, and sufficient reason must be shown to merit such an indulgence.

Special practice directions deal with the examination of witnesses giving evidence by video conferencing link».
Σχετικήεπί του προκειμένου,  είναι η υπόθεση ThreeMile Inn Ltd v Daley (Liquidator of New Northumbria Hotel Ltd) [2012] EWCACiv 970όπου υποδείχθηκε ότι :

«However, it is, in my view, incumbent on the court to ensure that such a direction is made for a good reason and serves a legitimate aim.»
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, παρά την εισαγωγή του άρθρου 36Α, η αρχή ότι ο μάρτυρας θα πρέπει να δίδει τη μαρτυρία του παριστάμενος στο Δικαστήριο συνεχίζει να αποτελεί τον κανόνα. 
Για να επιτραπεί σε  μάρτυρα να δώσει τη μαρτυρία του με άλλο τρόπο, θα πρέπει να υπάρχει καλός λόγος.
Ως παράδειγμα καλού λόγου που επιτρέπει τη λήψη μαρτυρίας μέσω τηλεδιάσκεψης μπορεί να χρησιμεύσει η απόφαση Polanski v. Conde Nast Publications Ltd [2005] UKHL 10; [2005] 1 W.L.R. 637 HL, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

«For this reason I consider the judge was entitled and, indeed, right to exercise his discretion as he did. Rowlandv Bock [2002] 4 All ER 370 was correctly decided. There Newman J made a VCF order in respect of a claimant who risked arrest and extradition to the USA on charges of fraud. No doubt special cases may arise. But the general rule should be that in respect of proceedings properly brought in this country, a claimant's unwillingness to come to this country because he is a fugitive from justice is a valid reason, and can be a sufficient reason, for making a VCF order. I respectfully consider the Court of Appeal fell into error by having insufficient regard to Mr Polanski's right to bring these proceedings in this country even though he is and will continue to be a fugitive from justice.
34..  I would allow this appeal and restore the judge's order. Mr Polanski was convicted of a serious crime. His reluctance to return to this country is grounded in a fear that he may be extradited and receive a custodial sentence in California. That does not take the case out of the general rule. However, at the trial the jury will be told these facts and will take them into account on all issues to which they are relevant.» ( η υπογράμμιση δική μου)
Στην πιο πάνω απόφαση κρίθηκε ότι η άρνηση του μάρτυρα να προσέλθει στην Αγγλία, για να δώσει μαρτυρία, κρίθηκε δικαιολογημένη, γιατί βασιζόταν στον δικαιολογημένο φόβο του ότι μπορούσε να συλληφθεί και να εκδοθεί στις ΗΠΑ, όπου θα αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης. Παρά ταύτα ο πιο πάνω δικαιολογημένος φόβος δεν έθετε από μόνος του την υπόθεση εκτός του γενικού κανόνα, αλλά λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι σε περίπτωση άρνησης χορήγησης  της σχετικής  δυνατότητας, ο διάδικος θα τιμωρείτο μόνο και μόνο για την ιδιότητά του, ως φυγόδικος, και μια αδικοπραξία θα έμενε χωρίς θεραπεία.
Δηλαδή, η δικαιολογημένη άρνηση του διαδίκου δεν ήταν επαρκής λόγος από μόνος του, αλλά καθοριστικός παράγοντας ήταν η ζημία που θα υφίστατο ο διάδικος, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης. Σχετικές είναι οι παράγραφοι 31 και 32 της εν λόγω απόφασης. 
Στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρώ ότι, η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης με  σκοπό να αντεξεταστεί ο μάρτυρας στις 21.5.2019, στη βάση συγκεκριμένης εισήγησης της ιδίας της πλευράς που τον κάλεσε, η οποία εισήγηση δημιούργησε τη λογική βεβαιότητα και πεποίθηση ότι υπήρχε η δυνατότητα στον μάρτυρα να παραστεί στο Δικαστήριο.
Παρά ταύτα την 20.5.2019 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση και με προβαλλόμενο λόγο την αδυναμία του μάρτυρα να προσέλθει λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων και επειδή το να παραστεί στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα κουραστικό, ακριβό και χρονοβόρο. 
Υπό το φως τον πιο πάνω, κρίνω ότι ο λόγος που προβάλλεται δεν μπορεί να αποτελέσει καλό λόγο εν τη εννοία των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω και δεν μπορεί να οδηγήσει στην έγκριση του αιτήματος. Επιπρόσθετα, τυχόν έγκριση του αιτήματος, ενόψει του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση, θα συνέδραμε στη δημιουργία αδικαιολόγητης καθυστέρησης χωρίς να αιτιολογείται επαρκώς το σχετικό αίτημα.
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)

Σχόλια

Top Legal Stories

Μεταναστευτικό Δίκαιο: Νέοι κανόνες για την άδεια εργασίας/διαμονής

Τεχνητή νοημοσύνη: Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το νέο Κανονισμό

Τροποποιητικό Νομοσχέδιο για τα Ιδιωτικά Γραφεία Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας σε διαβούλευση

Εξέταση Αιτήσεων για Πολιτογράφηση : Ανακοίνωση του Υπ.Εσωτερικών

Πρόστιμο σε ιατρό για παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων