Καταχρηστικοί τραπεζικοί όροι και διευρυμένος δικαστικός έλεγχος


του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Οι συμβατικοί όροι μιας καταναλωτικής ή στεγαστικής πίστωσης από τραπεζικό ίδρυμα δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ένα κείμενο ανεξάρτητων και ασύνδετων μεταξύ τους αυτοτελών ρητρών, αλλά αντιθέτως ως ένα ενιαίο συμβατικό κείμενο καθώς οι περισσότερες ρήτρες αλληλεπιδρούν και παρουσιάζουν συνάφεια.
Αυτή η διαπίστωση έχει μεγάλη πρακτική σημασία όταν οι όροι των δανειακών συμβάσεων τίθενται στην κρίση του εκάστοτε δικαστηρίου μετά την προσβολή τους ως καταχρηστικών από τον διάδικο δανειολήπτη.
Χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο προς αποσαφήνιση του ζητήματος για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται το συμβατικό κείμενο των δανειακών συμφωνιών προσέφερε πρόσφατα μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-511/17 Györgyné Lintner κατά UniCredit Bank Hungary Zrt.)
Με την απόφασή του στις 11 Μαρτίου 2020, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο καταναλωτής προβάλλει την καταχρηστικότητα ορισμένων ρητρών που περιέχονται σε σύμβαση συναφθείσα με επαγγελματία, δεν οφείλει κατ’ αρχήν να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και μεμονωμένα την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα όλων των υπολοίπων ρητρών της συμβάσεως αυτής τις οποίες δεν έχει προσβάλει ο καταναλωτής.
Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να διενεργήσει μια τέτοια εξέταση των ρητρών, ακόμη και αν αυτές δεν έχουν προσβληθεί από τον καταναλωτή, εφόσον συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς, όπως έχει οριοθετηθεί από τους διαδίκους, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
Επομένως, εάν από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο εν λόγω δικαστήριο προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την καταχρηστικότητα τέτοιων ρητρών, το δικαστήριο οφείλει να συμπληρώσει την εν λόγω δικογραφία ζητώντας από τους διαδίκους να του παράσχουν τις αναγκαίες διευκρινίσεις και τα αναγκαία έγγραφα προς τούτο.
Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ακόμα ότι το εθνικό δικαστήριο που καλείται να εξετάσει την καταχρηστικότητα μιας συμβατικής ρήτρας που αφορά η αγωγή που έχει ασκηθεί ενώπιών του, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της οικείας συμβάσεως, εάν είναι αναγκαία για την εξέταση αυτή η αξιολόγηση του σωρευτικού αποτελέσματος των εν λόγω ρητρών.
Οι διαπιστώσεις αυτές του Δικαστηρίου της ΕΕ έχουν σημαντική αξία καθώς αναιρούν εν πολλοίς τους επαναλαμβανόμενους αμυντικούς ισχυρισμούς των τραπεζών στο πλαίσιο αγωγικής προβολής της καταχρηστικότητας συμβατικών όρων που αναπόφευκτα επηρεάζουν το συνολικό κύρος των επίμαχων δανειακών συμβάσεων.
Η πρόσφατη αυτή απόφαση του ΔΕΕ δεν είναι βέβαια η μόνη που αναγνώρισε την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ελέγχει την καταχρηστικότητα και άλλων όρων, εκτός από εκείνων που προσβάλλονται με την αγωγή. Στην υπόθεση C‑472/11 (απόφαση της 21.2.2013- Banif Plus Bank Zrt κατά Csaba Csipai, Viktória Csipai)  το αιτούν δικαστήριο είχε ζητήσει να διευκρινιστεί κατά πόσον η οδηγία 93/13/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι επιτρέπει στον εθνικό δικαστή, η ακόμη του επιβάλλει, κατά την εξέταση μιας καταχρηστικής ρήτρας να εξετάζει όλες τις ρήτρες της συμβάσεως ή, αντιθέτως, τον υποχρεώνει να περιορίζει την εξέτασή του στις ρήτρες εκείνες επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή της οποίας έχει επιληφθεί.
Το Δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι από τη δικογραφία προέκυπτε ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αγωγή που άσκησε η τράπεζα Banif Plus Bank κατά του ζεύγους των δανειοληπτών Csipai στηρίζεται στη ρήτρα 29 της δανειακής συμβάσεως που συνήψαν και ότι ο καθορισμός ή μη του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής είχε καθοριστική σημασία για την απόφαση που έπρεπε να ληφθεί επί του αιτήματος καταβολής διαφόρων αποζημιώσεων που διεκδικούσε η Banif Plus Bank.
Το ερώτημα επομένως του εθνικού δικαστηρίου είχε την έννοια κατά πόσον, κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αγωγή, μπορεί ή πρέπει να λάβει υπόψη άλλες ρήτρες της συμβάσεως.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, μια ρήτρα θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλων των περιστάσεων κατά τον χρόνο της συνάψεώς της, όπως και όλων των υπολοίπων ρητρών της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται.
Και το Δικαστήριο κατέληξε ότι προκειμένου να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αγωγή της οποίας έχει επιληφθεί, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως.
Κρίσιμη έννοια λοιπόν εν προκειμένω είναι η σύνδεση της υπό εξέταση ρήτρας με το αντικείμενο της διαφοράς και το ΔΕΕ πλέον δίνει σαφείς και ρητές οδηγίες και κατευθύνσεις στον εθνικό δικαστή όχι μόνο να μην απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη τυχόν καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας που δεν προσβλήθηκε ως καταχρηστική ως εκτός αντικειμένου της δίκης, αλλά αντιθέτως να μπορεί (ή μάλλον οφείλει) να συμπληρώνει το φάκελο της υπόθεσης ζητώντας από τους διαδίκους πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία προκειμένου να κριθούν και άλλες μη προσβληθείσες ρήτρες που όμως συνδέονται με τις προσβληθείσες και αποτελούν μαζί ένα ενιαίο συμβατικό πλαίσιο που πρέπει να αξιολογηθεί συνολικά και όχι αποσπασματικά προκειμένου να εξαχθεί δίκαιη και αντικειμενική κρίση. (αναδημοσίευση από dplawcyprus.com)
* ο Γιώργος Καζολέας είναι δικηγόρος σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Σχόλια

Top Legal Stories

Σημαντική απόφαση του ΕΔΑΔ για την κλιματική αλλαγή: Μη λήψη επαρκών και αποτελεσματικών μέτρων από το κράτος

Μεταναστευτικό Δίκαιο: Νέοι κανόνες για την άδεια εργασίας/διαμονής

Η παραβίαση της υποχρέωσης εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη ως λόγος ακύρωσης της δανειακής σύμβασης

Κλειστό Κύκλωμα Βιντεοπαρακολούθησης σε σχολεία: Ανακοίνωση της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων

Η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1069 για τις στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού