Τα πολιτικά πρόσωπα ενώπιος ενωπίω με την ελευθερία της έκφρασης υπό το πρίσμα του άρθρου 10 ΕΣΔΑ

της Ευλαμπίας (Μπίας) Τσολάκη, Δικηγόρου

Ι. Η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης

Η ελευθερία της έκφρασης δικαιολογημένα θεωρείται λυδία λίθος του δημοκρατικού πολιτεύματος διότι καλλιεργεί το εύφορο περιβάλλον για τη διασφάλιση της δυνατότητας αντιπαράθεσης της αντίθετης και μειοψηφικής γνώμης, υπό τη μορφή της διατύπωσης κριτικής και της ανάδειξης των μερικοτέρων συμφερόντων των εκάστοτε φορέων της τελευταίας, έναντι της κρατούσας και πλειοψηφικής θέσης του εξουσιαστικού συστήματος. 

Στο ελληνικό Σύνταγμα προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 14 § 1 Συντ. τόσο υπό τη θετική όσο και υπό την αρνητική της εκδοχή[1]. Θετικά, ορίζεται ως το δικαίωμα «να λαμβάνεις, να διαμορφώνεις, να έχεις, να εκφράζεις και να διαδίδεις γνώμες και, ως ένα σημείο, πληροφορίες, χωρίς να υφίστασαι καμία παρεμπόδιση, παρενόχληση ή δυσμενή έννομη συνέπεια»[2] . 

Μάλιστα, εύστοχα εξαίρεται ότι εκτός από την ενεργητική της διάσταση, η οποία αναφέρεται στο δικαίωμα του καθενός να εκφράζεται ελεύθερα[3], εξ ίσου προστατεύεται και η παθητική της έκφανση, η οποία υποστασιοποιείται στο δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού και ως εκ τούτου στη διασφάλιση του πλουραλισμού των πηγών πληροφόρησης[4]. Αρνητικά, σημαίνει και συνεπάγεται ότι κανένας δεν επιτρέπεται να εξαναγκαστεί να εκφράσει την άποψή του[5]

Ανεξάρτητα, όμως, από τη διασύνδεσή της παρεχόμενης δυνάμει αυτής προστασίας με το εκάστοτε υποκείμενο, δηλαδή το φορέα της, πέρα και πάνω απ’ όλα ορθά κατοχυρώνεται και ως θεσμική εγγύηση, προστατευόμενη εξ αντικειμένου, διότι επιτρέποντας την ελεύθερη και πλουραλιστική διαμόρφωση της κοινής γνώμης[6], τελικά ανάγεται σε βασικό παράγοντα πραγμάτωσης της Λαϊκής κυριαρχίας και κατ’ επέκταση της Δημοκρατικής αρχής (άρθρ.1 §§ 1 και 2 Συντ.). 

Φορείς του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης αναγνωρίζονται χωρίς διάκριση τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαποί ενώ αποδέκτες, δηλαδή υπόχρεοι να σεβαστούν την άσκησή της, είναι εκτός από το κράτος και οι ιδιώτες[7]. Ωστόσο, τα όρια της προστασίας της έναντι των τελευταίων δε σκιαγραφούνται με ξεκάθαρο τρόπο[8] διότι σε αντίθεση με τους φορείς της κρατικής εξουσίας οι ιδιώτες είναι φορείς εν γένει των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ως εκ τούτου πολλές φορές η ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης από ένα υποκείμενο έρχεται σε αντιπαράθεση με ένα άλλο εξ ίσου συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό άλλου υποκειμένου, οπότε στην περίπτωση αυτή τίθεται το κρίσιμο ζήτημα της αμοιβαίας οριοθέτησής τους. 

Με το δεδομένο ότι το ελληνικό Σύνταγμα επί της αρχής δεν προάγει a priori μία in abstracto ιεράρχιση των συνταγματικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να αντιμετωπίζονται ως τυπικά ισοδύναμα, κάθε σύγκρουσή τους επιλύεται in concreto βάσει των ad hoc κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τη λογική της λεγόμενης «πρακτικής εναρμόνισής τους»[9], κατά την οποία ο δικαστής οφείλει, απέχοντας από απόλυτες προσεγγίσεις τύπου «άσπρο-μαύρο», να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σύμπλευσή τους.

Ενόψει της βαρύνουσας σημασίας της για τη δημοκρατική λειτουργία της έννομης τάξης, η αναγνώριση της ελευθερίας της έκφρασης δε θα μπορούσε να απουσιάζει από τον κατάλογο των προστατευομένων αγαθών που υιοθετεί η  ΕΣΔΑ, η οποία προβαίνει στη ρητή κατοχύρωσή της στο άρθρο 10. Σύμφωνα με την § 1 αυτού, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτων συνόρων. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας».

Εν συνεχεία, με την § 2 αποσαφηνίζεται ότι η άσκησή της μπορεί να υπαχθεί «εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότηταν ή δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπιση της τάξεώς των, την παρεμπόδισην της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισην του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». 

Εκτός των παραπάνω θεμιτών ορίων, όπως στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στην προκειμένη περίπτωση τίθεται το μείζον ζήτημα των επιπρόσθετων επιτρεπτών φραγμών που μπορούν να τεθούν στην ελευθερία της έκφρασης ενόψει και δυνάμει της προστασίας άλλων αναγνωριζόμενων αγαθών υπέρ της ετερότητας, όπως συνηθέστερα συμβαίνει με την προάσπιση του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ. 

Μάλιστα, το όλο πρόβλημα οξύνεται όταν φορείς των μόλις δύο προαναφερθέντων εννόμων αγαθών, δηλαδή της ελευθερίας της έκφρασης από τη μία πλευρά και του σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή από την άλλη, είναι πολιτικά πρόσωπα ενόψει της αυξημένης ευθύνης που θέσει οφείλουν να φέρουν όχι μόνο έναντι των ψηφοφόρων τους, αλλά εν γένει έναντι της κοινωνίας, περίπτωση που θα μας απασχολήσει στη θέση αυτή. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ

___________________

[1] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, (εκδ.4η), σελ.332επ.

[2] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.332.

[3] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.331.

[4] ibid.

[5] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.333.

[6] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.331.

[7] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π, σελ.334.

[8] ibid.

[9] Χρυσόγονος-Βλαχόπουλος, ό.π., σελ.142.

Σχόλια

Top Legal Stories

Μεταναστευτικό Δίκαιο: Νέοι κανόνες για την άδεια εργασίας/διαμονής

Σημαντική απόφαση του ΕΔΑΔ για την κλιματική αλλαγή: Μη λήψη επαρκών και αποτελεσματικών μέτρων από το κράτος

Πρόστιμο σε ιατρό για παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων

Η παραβίαση της υποχρέωσης εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη ως λόγος ακύρωσης της δανειακής σύμβασης

Κλειστό Κύκλωμα Βιντεοπαρακολούθησης σε σχολεία: Ανακοίνωση της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων