Γυναικοκτονίες (;) και το σύνδρομο των κακοποιημένων γυναικών (battered women) (Πρώτο Μέρος)

της Κατερίνας Σοφοκλέους, Δικηγόρου

Τα εγκλήματα κατά της ζωής μπορούν να χαρακτηριστούν ως τα σοβαρότερα εγκλήματα που ποινικοποιούνται από τα κράτη δικαίου. Η προστασία της ανθρώπινης ζωής προκύπτει τόσο από την ΕΣΔΑ όσο και από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα το άρθρο 35 του Συντάγματος υποχρεώνει τις τρεις εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική) τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ταυτόχρονα, το άρθρο 7 Συντάγματος και το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ θωρακίζουν το δικαίωμα στην ζωή και σωματικής ακεραιότητος. Η ανθρώπινη ζωή, επιτρέπεται δια νόμου, να αφαιρεθεί μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που καθορίζονται, περιοριστικά, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7του Συντάγματος. Μία από τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η αφαίρεση της ζωής είναι η αυτοάμυνα, δηλαδή παρόλο που η αφαίρεση της ζωής αποτελεί παράνομη πράξη και άξια ποινικού κολασμού, ο τελικός καταλογισμός της δεν αποδίδεται στον δράστη όταν αυτός αποδείξει στον βαθμό που απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης, ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα.

Από τα πιο πάνω, προκύπτουν δύο ζητήματα που παραπέμπουν στον τίτλο του παρόντος άρθρου. Τα πιο πάνω άρθρα (Συντάγματος και ΕΣΔΑ) σε σχέση με την γυναικοκτονία, θέτουν το ζήτημα του φύλου στην προστασία της ζωής, καθώς το άρθρο του συνάγματος αναφέρεται σε ανθρώπινη ζωή, ήτοι σε κάτι ουδέτερο. Και κατά δεύτερο στο πεδίο εφαρμογής και ερμηνείας της άμυνας πράγμα που φέρνει στο ακαδημαϊκόπροσκήνιο το σύνδρομο των κακοποιημένων γυναικών, δηλαδή των battered women. Αυτά τα δύο ζητήματα θα αναλυθούν σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (το παρόν) θα γίνει παράθεση και ανάλυση της έννοιας της γυναικοκτονίας. Στο δεύτερο μέρος που θα δημοσιευθεί αμέσως μετά, θα γίνει ανάλυση στην άμυνα και το σύνδρομο των κακοποιημένων γυναικών. Ο λόγος της σύνδεσης των δύο αυτών θεμάτων προκύπτει λόγω του ότι από την μία πλευρά γίνεται προσπάθεια να γίνει επέκταση στην προστασία της γυναίκας αλλά από την άλλη πλευρά, παραδοσιακά η γυναίκα που σκοτώνει τον βασανιστή άντρα της δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως υπεράσπισης. Το τελευταίο ζήτημα διεθνώς, άρχισε να διαφοροποιείται γι’ αυτό και θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο.

Γυναικοκτονία, λοιπόν. Μία έννοια που επανήλθε στο ακαδημαϊκό και όχι μόνο, προσκήνιο, τα τελευταία χρόνια, βλέποντας τα εγκλήματα που έγινα στην, γειτνιάζουσα χώρα, Ελλάδα με θύματα την Ελένη Τοπαλούδη, της Γαρυφαλιά , την Κάρολαιν. Τρία ονόματα που σίγουρα θα τα ακούσατε αφού συντάραξαν οι λεπτομέρειες των γεγονότων τους ειδικά μετά από ομολογίες και καταδίκες.

Ωστόσο, ευρεία χρήση της έννοιας της γυναικοκτονίας προβληματίζει για τον νομικό τρόπο χρήσης της. Το ζήτημα που εγείρεται αρχικά είναι ο ορισμός της έννοιας της γυναικοκτονίας (femicide).Η «γυναικοκτονία» είναι η σκόπιμη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών λόγω φύλου. Οι γυναικοκτονίες συνήθως διαπράττονται από στενούς συντρόφους (για παράδειγμα, συζύγους ή φίλους) ή μέλη της οικογένειας (για παράδειγμα, πατέρες, αδέρφια ή ξαδέλφια), που είναι συνήθως οικεία αρσενικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις οι δράστες μπορεί να είναι γυναίκες, είτε λεσβίες σύντροφοι είτε συγγενείς.[1]

Ο όρος, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτου για την Ισότητα των φύλων, περιλαμβάνει μεταξύ άλλωντη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο,τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού,τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής»,τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, τη δολοφονία γυναικών λόγω προίκας,τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξ' αιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου,τη δολοφονία αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους,βρεφοκτονία και εμβρυοκτονία βασισμένη στην επιλογή φύλου,περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων,κατηγορίες μαγείας,περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.Η δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και ο θάνατος μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής που είναι επιβλαβής στις γυναίκες. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν συζύγος ή συντρόφος, ανεξάρτητα από το αν ο/η δράστης/στρια έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα.

Ο όρος που επικρατεί έχει ως ρίζα το «femicidio» (από το αγγλικό «femicide», ήτοι γυναικοκτονία) χρησιμοποιείται εκτενώς στη Λατινική Αμερική ως χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση της ανησυχητικής κλιμάκωσης των πολύ βίαιων δολοφονιών γυναικών και κοριτσιών. Εισήχθη παράλληλα η λέξη «feminicidio» προκειμένου να αποτυπωθεί το στοιχείο της ατιμωρησίας και της θεσμικής βίας λόγω έλλειψης λογοδοσίας και επαρκούς ανταπόκρισης από την πλευρά του κράτους, όταν διαπράττονται τέτοιες δολοφονίες.[2]

Η γυναικοκτονία παρουσιάζεται ως ένα διαπολιτισμικό φαινόμενο που διασταυρώνεται με τον ρατσισμό και το οποίο εκτείνεται σε χώρες, όπως η Ινδία για να τονίσει τη συχνότητά του για όλες τις γυναίκες στην Ινδία όπου η δύναμη της ανδροκρατία οδηγεί στο κάψιμο της νύφης και στο θηλυκό βρέφος. Ακόμα στις ΗΠΑ, οι μαύρες γυναίκες είναι πιο πιθανό να πεθάνουν τα χέρια μαύρων αρσενικών ή λευκών αρσενικών ρατσιστών. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης θα δείξουν μικρό ενδιαφέρον και η αστυνομία λιγότερο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των δολοφονιών τους.[3]

Αξιοσημείωτο και ζήτημα προς συζήτηση είναι η νομική πτυχή του πιο πάνω ορισμού. Είναι δεδομένο ότι η γυναικοκτονία ως ορισμός έχει την ίδια ρίζα και έννοια με την ανθρωποκτονία. Η έννοια της γυναικοκτονίας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε ένα βιβλίο του John Corry (1801). Ωστόσο, μόλις το 1976, ο όρος απέκτησε νομική χροιά αφού χρησιμοποιήθηκε δημόσια στη σύγχρονη εποχή από τη βία κατά των γυναικών, φεμινίστρια πρωτοπόρο, ειδήμονα και ακτιβίστρια, Νταϊάνα Ράσελ, στο Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων κατά των Γυναικών για να δώσει προσοχή στη βία και τις διακρίσεις κατά των γυναικών.[4]

Βέβαια, η γυναικοκτονία χρησιμοποιείται για να καταδείξει το μίσος που ενυπάρχει σε μία φαλλοκρατική, πατριαρχική[5]κοινωνία στην οποία άντρες οδηγούν στον θάνατο γυναίκες λόγω φύλου. Ο όρος καθώς και η αποδεκτή σημασία του συχνά ποικίλλουν, ανάλογα με το ποιανού προοπτική εξετάζεται ή πού εξετάζεται. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο της γυναικοκτονίας και το εύρος, το περιεχόμενο και οι συνέπειές της εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διεθνούς συζήτησης στον ακαδημαϊκό χώρο, την πολιτική και τους λαϊκούς ακτιβιστές, καθώς και περιφερειακές, εθνικές και άλλες νομοθετικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπως η Λατινική Αμερική, ο όρος feminicidio (ή feminicide στα αγγλικά) προτιμάται για να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη ή οι κυβερνήσεις συχνά δεν ανταποκρίνονται στις δολοφονίες γυναικών.[6]

Είναι δεδομένο ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν υπάρχει διαβάθμιση εγκλήματος από ανθρωποκτονία σε γυναικοκτονία. Συγκεκριμένα, υπάρχει το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης και της ανθρωποκτονίας και αυτό έχει μία λογική καθώς η προστασία της ζωής είναι ουδέτερη, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε έννοια φύλου. Οι υπόλοιποι παράγοντες χρησιμοποιούνται μόνο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Ωστόσο, δεν υπάρχει στον Ποινικό Κώδικά διαφορετικό αδίκημα για την περίπτωση που άντρας σκοτώνει γυναίκα λόγω φύλου, το οποίο θα έχει συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία και διαφορετική ποινή.

Το ζήτημα της καθιέρωσης ενός τέτοιου αδικήματος είναι αρκετά συζητήσιμο καθώς ένας κράτος για να ποινικοποιήσει μία τέτοια συμπεριφορά θα πρέπει να αποδεχθεί κάποια δεδομένα.  Κοινωνικά και νομικά, μία κοινωνία θεσπίζοντας το αδίκημα της γυναικοκτονίας προβαίνει σε μία δήλωση ότι η κοινωνία δεν μπορεί να αποδέχεται το εγκληματείν εναντίον ανθρώπου μόνο εκ του γεγονότος ότι αυτός είναι γυναίκα. Στο σημείο αυτό ακριβώς εμφιλοχωρεί το fairlabellingκαθώς το αδίκημα της γυναικοκτονίας είναι δεδομένο ότι για να ποινικοποιείται, μία κοινωνία δεν μπορεί να ανέχεται την αφαίρεση ζωής λόγω του ότι το άλλο πρόσωπο είναι γυναίκα. Άρα, αιτιωδώς, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αν το πρόσωπο αυτό δεν είχε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό (φύλο), τότε ο δράστης δεν θα την σκότωνε.

Στην περίπτωση που θα γίνει μία τέτοια νομική συζήτηση, θεωρώ ότι η διαφοροποίηση της ανθρωποκτονίας από την γυναικοκτονία θα πρέπει να είναι ως προς το συστατικό στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Δηλαδή, θα πρέπει να αποδεικνύεται με άμεση ή περιστατική μαρτυρία ότι ο λόγος της αφαίρεσης της ζωής του θύματος από τον δράστη ήταν το φύλο. Ο δράστης δηλαδή σκότωσε το θύμα επειδή ήταν γυναίκα. Αυτό είναι ένα ζήτημα αρκετά συζητήσιμο καθώς, θεωρώ, ότι είναι αρκετά περίπλοκο αυτό το ζήτημα, καθώς δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά σε σχέση με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος. Δεν είμαι βέβαιη ότι μπορεί να ξεκαθαρίσει τόσο εύκολο ότι στο μυαλό του δράστη υπήρχε μόνο το χαρακτηριστικό του φύλου και άρα ότι η ποινή που θα του επιβληθεί θα είναι δίκαιη και ανάλογη.

Για να γίνει πιο ξεκάθαρο το ζήτημα πρέπει να τεθεί ένα παράδειγμα. Στην περίπτωση της υπόθεσης της Κάρολαιν και του πιλότου στην Ελλάδα, ο δράστης σκοτώνει την σύντροφο του, χωρίς να γνωρίζουμε τους ακριβείς λόγους. Αυτή η περίπτωση  μπορεί να συμπεριληφθεί στην έννοια της «γυναικοκτονίας»; Ναι μεν σκοτώνει γυναίκα αλλά αυτό είναι γεγονόςπου διαπιστώνεται εκ του αποτελέσματος. Για εμπίπτει στην έννοια της γυναικοκτονίας, τότε θα πρέπει να υπάρξει τέτοια μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι σκοπός του δράστη ήταν να σκοτώσει το θύμα λόγω φύλου. Στην βάση των δεδομένων, ως αυτά προκύπτουν από τα όσα τα ΜΜΕ μετέδωσαν, δεν προκύπτει τέτοια μαρτυρία. Φόνος ή ανθρωποκτονία μπορεί να υφίσταται αλλά δεν θεωρώ ότι αποτελεί γυναικοκτονία. Ωστόσο, για να είμαι ξεκάθαρη το γεγονός ότι ο δράστης ήταν σύντροφος του θύματος και ως εκ τούτου είχε επιρροή σε αυτή ή εκμεταλλεύτηκε κάποιες αδυναμίες της κλπ., τότε μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντικός παράγοντας στον δράστη. Ωστόσο, δεν θα είναι δίκαιη αποτύπωση (fair label) το να χαρακτηριστεί αυτός ο δράστης- γυναικοκτόνος, στην βάση πάντοτε του ορισμού της γυναικοκτονίας.

Η γυναικοκτονία μπορεί να παρομοιαστεί με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που οι άνθρωποι σκοτώνονταν και στοχοποιούνταν από τον τρίτο ράιχ μόνο λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού ή της καταγωγής τους. Ως εκ τούτου, ο ορισμός και κατ’ επέκταση, το πεδίο εφαρμογής της γυναικοκτονίας είναι ζήτημα που θα καθορίσει και το κατά πόσο πράξεις δραστών μπορούν να  συμπεριληφθούν σε ένα νέο αδίκημα, που όπως αντιλαμβάνομαι, θα έχει αυστηρότερη ποινή, της γυναικοκτονίας.

Είναι αντιληπτή η προσέγγιση της κοινωνίας και η απαξίωση που νιώθει όταν άντρας, σύντροφος ή εραστής σκοτώνει γυναίκα στα πλαίσια κάποιων γεγονότων. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη και να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή η έννοια της γυναικοκτονίας. Είναι εντελώς διαφορετικό να χρησιμοποιείται η έννοια αυτή για δημοσιυογραφικούς σκοπούς και εντελώς διαφορετικό να χρησιμοποιείται με σκοπό απόδοσης ποινικής ευθύνης. Η διαφοροποίησης της ανθρωποκτονίας και της γυναικοκτονίας θα πρέπει να γίνει μόνο εάν η κοινωνία χρειάζεται να αποδώσει διαφορετική ποινική ευθύνη σε πρόσωπο που σκοτώνει άλλο λόγω φύλου είτε για σκοπούς δίκαιου καταλογισμού της πράξης (fair labelling), είτε για απόδοση αυστηρότερης ποινής είτε για να αναδειχθεί η ισότητα των φύλων. Είναι δεδομένο ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να αφαιρεί την ζωή άλλου. Ακόμα πιο απαξιωτικό, όμως, είναι το να θανατώνεται κάποιος επειδή είναι γυναίκα ή έχει διαφορετικό φύλο ή σεξουαλικό προσανατολισμό ή θρησκεία. Το πρόβλημα που προσωπικά εντοπίζω δεν είναι μόνο στο γεγονός ότι κάποιος σκοτώνει γυναίκα αλλά όταν κάποιος σκοτώνει λόγω του ότι τον ενοχλεί κάποιο χαρακτηριστικό άλλου. Ακόμα και στην κυπριακή κοινωνία δεν θα ξεχαστούν περιπτώσεις γυναικών που σκότωσαν άντρες. Επιπρόσθετα, στον Ελληνική επικράτεια υπόνοιες υπήρξαν για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου σε κοσμηματοπωλείο λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.

Από τα πιο πάνω μπορώ να καταλήξω σε δύο συμπεράσματα. Πρώτο, η Κυπριακή Κοινωνία θα πρέπει να μελετήσει, μέσω των αρμοδίων αρχών, το ζήτημα της ποινικοποίησης και θεσμοθέτησης της γυναικοκτονίας. Μέχρι να γίνει αυτό θα πρέπει να αναδεικνύεται στις δικαστικές αίθουσες ο ρόλος του φύλου κατά την επιμέτρηση της ποινής και να αποτελεί επιβαρρυντικός παράγοντας. Δεύτερο, η χρήση του όρου θα πρέπει να γίνεται με προσοχή γιατί όσο και απαξιωτική να είναι η πράξη κάποιου εναντίων γυναίκας, θα πρέπει να του αποδίδεται η ευθύνη που δίκαια θα πρέπει να έχει και όχι να στιγματίζεται για κάτι περισσότερο από τα όσα προέβη.

* Η Κατερίνα Σοφοκλέους είναι Δικηγόρος LLM Criminal Law and Criminal Justice, PhD Candidate University of Cyprus


[1]Shalva Weil, ‘Research and prevention of femicide across Europe’ in SHALVA WEIL,

CONSUELO CORRADI AND  MARCELINE NAUDI, FEMICIDE ACROSS  EUROPE(Police Press 2018) 1.

[3]Sheila Duncan, ‘Femicide: the politics of woman killing (1993) Crim. L.R. Nov 898, 898.

[6]Canadian Femicide Observatory for Justice and Accountability,‘The history of the term ‘femicide’’

<https://femicideincanada.ca/about/history>.

Σχόλια

Top Legal Stories

Τροποποίηση στον Διαδικαστικό Κανονισμό για τα Εντάλματα Προνομιακής Φύσεως

Σε δημόσια διαβούλευση ο περί Δημοσίων Συγκεντρώσεων και Παρελάσεων Νόμος του 2024

Αιτιολογημένη γνώμη της Ε.Ε. στην Κύπρο για μη πλήρη μεταφορά της Οδηγίας για την καταπολέμηση μέσω του ποινικού δικαίου της απάτης σε βάρος οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Νέο Διάταγμα για τον Κατώτατο Μισθό: Στα 1000 ευρώ από 1η Ιανουαρίου 2024

Υπερωριακή Αμοιβή και Επί Πληρωμή Αργίες σύμφωνα με το Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο