Ο περί της Εικοστής Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος 130(Ι) του 2025 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.7.2025, με τον οποίο τροποποιούνται πέντε άρθρα του Συντάγματος και προστίθεται νέο άρθρο 135Α.
Ακολουθούν οι τροποποιήσεις:Τροποποίηση του
Άρθρου 135 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 135 του Συντάγματος τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος αυτού της ακόλουθης νέας φράσης:
«Επιπροσθέτως, το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν, δι’ ου ρυθμίζει την ακολουθητέα διαδικασία ενώπιον παντός άλλου δικαστηρίου ιδρυομένου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους του Συντάγματος.».
Το άρθρο 135 μετά τις αλλαγές:
Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν του Δικαστηρίου, δι’ ου ρυθμίζει την ενώπιον αυτού ακολουθητέαν διαδικασίαν και την ενάσκησιν της εις αυτό υπό του Συντάγματος ανατεθειμένης δικαιοδοσίας, καθορίζει τους τύπους των δικογράφων και τα δικαστικά τέλη και δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, την σύνθεσιν της γραμματείας αυτού και ρυθμίζει τα δικαιώματα και καθήκοντα των υπαλλήλων αυτού.
Επιπροσθέτως, το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν, δι’ ου ρυθμίζει την ακολουθητέα διαδικασία ενώπιον παντός άλλου δικαστηρίου ιδρυομένου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους του Συντάγματος.
Τροποποίηση του
Συντάγματος με την προσθήκη του νέου Άρθρου 135Α.
Το Σύνταγμα τροποποιείται με την προσθήκη, αμέσως μετά το Άρθρο 135, του ακόλουθου νέου Άρθρου:
«ΑΡΘΡΟΝ 135Α
1. Το Ανώτατον
Συνταγματικόν Δικαστήριον αποτελεί το Aνώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο
των δικαστών των υπ’ αυτού υπαγόμενων δικαστηρίων.
2. Eις την
αποκλειστικήν αρμοδιότητα του υπό της παραγράφου 1 προβλεπόμενου Aνωτάτου
Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου υπάγονται ο διορισμός, η προαγωγή, η
μετάθεσις, ο τερματισμός της υπηρεσίας και η απόλυσις των δικαστών του
Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων, ως και η πειθαρχική
εξουσία επί τούτων.
3. Oυδενός δικαστού
των δικαστηρίων υπαγόμενων στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίζεται η
αποχώρησις ή η απόλυσις, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ ον τρόπον προβλέπεται εν
τω Συντάγματι δια τους δικαστάς του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.».
Τροποποίηση του
Άρθρου 136 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 136 του Συντάγματος τροποποιείται με την αντικατάσταση της λέξης «Το» (πρώτη γραμμή) με τη φράση «Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146, το».
Το άρθρο 136 μετά τις αλλαγές:
«Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146, το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάντων των αντικειμένων περί ων εν τοις επομένοις άρθροις, καθώς και επί θεμάτων ως νόμος ήθελε ειδικά ορίσει.»
Τροποποίηση του
Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 146 του Συντάγματος τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Με την τροποποίηση της παραγράφου 1 ως ακολούθως:
(i) Με την αντικατάσταση της λέξης «Εφετείου» (τρίτη γραμμή) με τις λέξεις «Διοικητικού Εφετείου»·
(ii) με την αντικατάσταση της λέξης «Εφετείο» (τέταρτη γραμμή) με τις λέξεις «Διοικητικό Εφετείο»·
(iii) με την αντικατάσταση της φράσης «Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει» (έκτη και έβδομη γραμμή) με τη φράση «των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζουν»∙ και
(iv) με την αντικατάσταση της λέξης «Εφετείου» (δέκατη έκτη γραμμή) με τις λέξεις «Διοικητικού Εφετείου»∙
(β) με την αντικατάσταση της παραγράφου 1Α με τις ακόλουθες παραγράφους:
«1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, νόμος ορίζει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων.
1Β. Nόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την παράγραφον 1A ιδρυθησομένων δικαστηρίων. H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν του.»∙
(γ) με την αντικατάσταση της παραγράφου 4 με την ακόλουθη παράγραφο:
«4. Επί τοιαύτης προσφυγής, τα Διοικητικά Δικαστήρια δύναται, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες τους ως νόμος ήθελε ορίσει, διά της αποφάσεως αυτών-
(α) να επικυρώσουν, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν·
(β) να κηρύξουν την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος·
(γ) να κηρύξουν την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή
(δ) να τροποποιήσουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.»∙ και
(δ) με την αντικατάσταση στην παράγραφο 5 της λέξης «Εφετείο» (τέταρτη γραμμή) με τις λέξεις «Διοικητικό Εφετείο».
Ολόκληρο το άρθρο 146 μετά τις αλλαγές:
1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου
προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Διοικητικού Εφετείου, κέκτηται ως νόμος
ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Διοικητικό Εφετείο σε κάθε άλλη
περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού
Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν
αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζουν σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής
υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή
προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή
είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’
υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την
αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό
Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη
περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Διοικητικού Εφετείου σε ενώπιόν του
εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου.
1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος
ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών Διοικητικού
Δικαστηρίου.
1Α. Τηρουμένων των
διατάξεων του παρόντος Άρθρου, νόμος ορίζει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας
και των εξουσιών του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων.
1Β. Nόμος θέλει
προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των
κατά την παράγραφον 1A ιδρυθησομένων δικαστηρίων. H αντιμισθία και οι λοιποί
όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’
αυτόν μετά τον διορισμόν του.
2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.
3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης.
4. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Διοικητικό Δικαστήριο
δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:
(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην
απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν· ή
(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν
μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος· ή
(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και
ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή
(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την
πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή
είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.
4. Επί τοιαύτης
προσφυγής, τα Διοικητικά Δικαστήρια δύναται, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία και τις
εξουσίες τους ως νόμος ήθελε ορίσει, διά της αποφάσεως αυτών-
(α) να επικυρώσουν,
εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν·
(β) να κηρύξουν την
απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε
αποτελέσματος·
(γ) να κηρύξουν την
παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν
εκτελεσθή· ή
(δ) να τροποποιήσουν,
εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου
ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε
διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε
οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.
5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση, η απόφαση επί της έφεσης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της παραχωρουμένης στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ή στο Διοικητικό Εφετείο δικαιοδοσίας, δυνάμει της παραγράφου 1, δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.
5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου.
6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.
Τροποποίηση του
Άρθρου 152 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 152 του Συντάγματος τροποποιείται με την προσθήκη στην παράγραφο 1, αμέσως μετά τη φράση «υπό του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου» (δεύτερη γραμμή), της φράσης «και των υπ’ αυτού υπαγόμενων δικαστηρίων, καθώς».
Το άρθρο 152 μετά τις αλλαγές:
1. H δικαστική εξουσία, εξαιρουμένης της ασκουμένης κατά το έννατον μέρος υπό του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και των υπ’ αυτού υπαγόμενων δικαστηρίων, καθώς και κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου υπό των δικαστηρίων των προβλεπομένων υπό κοινοτικού νόμου, ασκείται υπό Aνωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατωτέρων δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος.
2. H δικαστική εξουσία επί αστικών διαφορών αφορωσών εις τον προσωπικόν θεσμόν και θρησκευτικά ζητήματα, άτινα υπάγονται κατά το άρθρο 87 εις τας Kοινοτικάς Συνελεύσεις, ασκείται υπό των δικαστηρίων, περί ων θέλει προβλέψει κοινοτικός νόμος κατά τας διατάξεις του Συντάγματος.
Τροποποίηση του
Άρθρου 155 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 155 του Συντάγματος τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Με την προσθήκη στην παράγραφο 1, αμέσως μετά τη φράση «πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου» (έκτη και έβδομη γραμμή), του σημείου του κόμματος και της φράσης «του Διοικητικού Εφετείου»∙ και
(β) με την προσθήκη, αμέσως μετά την παράγραφο 1, της ακόλουθης νέας παραγράφου:
«1Α. Επιφυλασσομένης της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Εφετείου δυνάμει του Άρθρου 146, το Εφετείο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης δικαστηρίου ιδρυθέντος δυνάμει νόμου το οποίο έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό.».
Το άρθρο 155 μετά τις αλλαγές:
1. Επιφυλασσομένης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146, το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και, ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου και επί εφέσεως παραπεμπομένης ενώπιόν του υπό το Εφετείο κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Διοικητικού Εφετείου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, όπως και επί άλλων θεμάτων ως νόμος ήθελε ορίσει.
1Α. Επιφυλασσομένης
της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Εφετείου δυνάμει του Άρθρου 146, το Εφετείο
κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης δικαστηρίου
ιδρυθέντος δυνάμει νόμου το οποίο έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό.
2. [Καταργήθηκε].
3. Tο Aνωτάτον Δικαστήριον κατ’ αποκλεισμόν παντός άλλου δικαστηρίου καθορίζει την σύνθεσιν του δικαστηρίου, όπερ κρίνει πάσαν αστικήν υπόθεσιν, εις ην ενάγων και εναγόμενος ανήκουσιν εις διαφορετικάς κοινότητας και του δικαστηρίου, όπερ κρίνει πάσαν ποινικήν υπόθεσιν, εις ην κατηγορούμενος και βλαβέν πρόσωπον ανήκουσιν εις διαφόρους κοινότητας. Tο δικαστήριον τούτο θα απαρτίζηται εκ δικαστών ανηκόντων εις αμφοτέρας, την ελληνικήν και την τουρκικήν, κοινότητας.
4. Tο Aνωτάτον Δικαστήριον έχει αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να εκδίδη εντάλματα της φύσεως του habeas corpus, mandamus, prohibition, quo warranto και certiorari.
5. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Εφετείου.
Ακολουθεί το προοίμιο του περί της Εικοστής Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2025:
ΕΠΕΙΔΗ, με τον περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο προβλέφθηκε η λειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, με τον ως άνω Νόμο τροποποιήθηκε το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ώστε, μεταξύ άλλων, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί εφέσεως παραπεμπομένης ενώπιόν του υπό του Εφετείου κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου, καθώς και σε διά νόμου προβλεπόμενη περίπτωση επί αποφάσεως του Εφετείου σε έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, με τον ως άνω Νόμο τροποποιήθηκε επίσης το Άρθρο 155 του Συντάγματος, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου και επί εφέσεως παραπεμπομένης ενώπιόν του υπό του Εφετείου κατά αποφάσεως οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, βάσει του ως άνω Νόμου καθιδρύθηκε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο λειτουργεί ως Εφετείο, και το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου δύναται να λειτουργεί σε τμήματα πολιτικής, ποινικής και αναθεωρητικής δικαιοδοσίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο προβλεπόμενος στα Άρθρα 146 και 155 του Συντάγματος τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου εξαρτάται από την καθ’ ύλην δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κρίνεται αναγκαία η καθίδρυση ξεχωριστού δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο θα συνιστά το Διοικητικό Εφετείο και θα ασκεί δευτεροβάθμια αναθεωρητική δικαιοδοσία και το οποίο δέον να υπάγεται θεσμικά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, όπως και η εξειδίκευση στην εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η διοικητική υπαγωγή του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η νέα δομή των Δικαστηρίων επιβάλλει όπως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο λειτουργεί ως όργανο με αρμοδιότητα τον διορισμό, την προαγωγή, τη μετάθεση, τον τερματισμό της υπηρεσίας, την απόλυση των δικαστών και την πειθαρχική εξουσία επί αυτών σε διαδικασίες που αφορούν σε δικαστές του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, τα Άρθρα 135, 146, 152 και 155 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνονται στα θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος, τα οποία δεν δύναται καθ’ οιονδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν ή καταργηθούν,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, συνεπεία της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και των επικρατουσών ιδιαζουσών συνθηκών στη Δημοκρατία, οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετέχουν στην εκλογή και λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη διατήρηση της εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιεί μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος.

Σχόλια